- ἐκτεταμένους
- ἐκτείνωstretch outperf part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
κρατικός — ή, ό [κράτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κράτος («κρατικά ιδρύματα») 2. αυτός που διενεργείται από το κράτος ή εξ ονόματος ή για λογαριασμό τού κράτους («κρατικός διαγωνισμός») 3. φρ. «κρατικός καπιταλισμός» κατά τη μαρξιστική… … Dictionary of Greek
Ανδόρα — Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης.Συνορεύει στα Β και Α με τη Γαλλία και στα Ν και Δ με την Ισπανία.Το μικρότερο κράτος του κόσμου βρίσκεται στα ανατολικά Πυρηναία. Η ύπαρξη του κρατιδίου της Α. (Valls d Andorra) είναι συνέπεια γεωγραφικών… … Dictionary of Greek
ανθρακικά — Άλατα του ανθρακικού οξέος, στα οποία και τα δύο άτομα του υδρογόνου έχουν αντικατασταθεί από μέταλλο. Στη φύση βρίσκονται ως ορυκτά και αποτελούν κάποτε σημαντικά στρώματα. Μπορούν να παρασκευαστούν με διάφορους τρόπους· ένας τρόπος παρασκευής… … Dictionary of Greek
Βορειοαμερικανικές Κορδιλιέρες — Ο όρος κορδιλιέρα, που χρησιμοποιείται γενικά για να χαρακτηρίσει μακρές οροσειρές παράλληλες μεταξύ τους, χρησιμοποιείται στη Βόρεια Αμερική για ολόκληρη την ορεινή περιοχή που ορίζεται από τις οροσειρές της Αλάσκα, των Βραχωδών Ορέων και της… … Dictionary of Greek
Γουινέα-Μπισάου — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουινέα Μπισάου Παλαιότερη ονομασία: Πορτογαλλική Γουινέα Έκταση: 36.120 τ.χλμ Πληθυσμός: 1.345.479 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπισάου (288.295 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Σενεγάλη … Dictionary of Greek
διλούβιο — Όρος της γεωλογίας, που χρησιμοποιείται για την κατώτερη υποπερίοδο του τεταρτογενούς, το πλειστόκαινο. Αποτελείται από στρώματα μικρότερου πάχους σε σύγκριση με τις αρχαιότερες διαπλάσεις, μεγάλης έκτασης, τα οποία καλύπτουν σε μεγάλο ποσοστό… … Dictionary of Greek